λευκοφαία

λευκοφαία
η
ζωολ. γένος βλάττης τής οικογένειας blattidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leucophaea < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + -phaea (< φαιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λευκόφαια — λευκόφαιος whitish grey neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • μελανόφαιος — μελανόφαιος, ον (Α) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ μαύρου και γκρίζου, γκριζόμαυρος («σύκων ὀνόματα... λευκόφαια μελανόφαια», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φαιός (πρβλ. λευκό φαιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”